αλλοιώτικα

αλλοιώτικα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αλλοιώτικα" в других словарях:

  • ἀλλοιωτικά — ἀλλοιωτικός transformative neut nom/voc/acc pl ἀλλοιωτικά̱ , ἀλλοιωτικός transformative fem nom/voc/acc dual ἀλλοιωτικά̱ , ἀλλοιωτικός transformative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιωτικᾷ — ἀλλοιωτικός transformative fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιωτικάς — ἀλλοιωτικά̱ς , ἀλλοιωτικός transformative fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»