αλλοιώτικα
Смотреть что такое "αλλοιώτικα" в других словарях:
ἀλλοιωτικά — ἀλλοιωτικός transformative neut nom/voc/acc pl ἀλλοιωτικά̱ , ἀλλοιωτικός transformative fem nom/voc/acc dual ἀλλοιωτικά̱ , ἀλλοιωτικός transformative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιωτικᾷ — ἀλλοιωτικός transformative fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιωτικάς — ἀλλοιωτικά̱ς , ἀλλοιωτικός transformative fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)